λιμουζίνα

λιμουζίνα
η
(λ. γαλλ.), πολυτελές αυτοκίνητο: Ο πρόεδρος έφτασε στην εκδήλωση με λιμουζίνα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λιμουζίνα — η επιβατηγό αυτοκίνητο πολυτελείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. limousine, από το εργοστάσιο κατασκευής τού αυτοκινήτου που βρίσκεται στη γαλλική επαρχία Limousin] …   Dictionary of Greek

  • κουρσάρα — η πολυτελές αυτοκίνητο, λιμουζίνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”